σεληναίος

σεληναίος
-α, -ο / σεληναῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και σεληνιαῑος, -αία, -ον, ΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σελήνη, σεληνιακός («αἴγλη σεληναία», Απολλ. Ρόδ.)
νεοελλ.-μσν.
1. αυτός που έχει το σχήμα τής σελήνης ή τής ημισελήνου
2. το ουδ. ως ουσ. το σεληναίο(ν)
το πέταλο τού αλόγου
νεοελλ.-αρχ.
1. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Σεληναίος, η Σεληναία
φανταστικός κάτοικος τής σελήνης
2. φρ. «σεληναίο(ν) πάθος» — ο σεληνιασμός, η επιληψία
αρχ.
αυτός που φωτίζεται από την σελήνη, ο φεγγαρόλουστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγ-αῖος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σεληναῖος — lighted by the moon masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεληναῖον — σεληναῖος lighted by the moon masc acc sg σεληναῖος lighted by the moon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεληναῖα — σεληναῖος lighted by the moon neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεληναῖοι — σεληναῖος lighted by the moon masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεληναία — σεληναίᾱ , σεληναίη fem nom/voc/acc dual σεληναίᾱ , σεληναίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σεληναί̱ᾱ , σεληναῖος lighted by the moon fem nom/voc/acc dual σεληναί̱ᾱ , σεληναῖος lighted by the moon fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεληναίας — σεληναίᾱς , σεληναίη fem acc pl σεληναίᾱς , σεληναίη fem gen sg (attic doric aeolic) σεληναί̱ᾱς , σεληναῖος lighted by the moon fem acc pl σεληναί̱ᾱς , σεληναῖος lighted by the moon fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεληναίων — σεληναί̱ων , σεληναῖος lighted by the moon fem gen pl σεληναί̱ων , σεληναῖος lighted by the moon masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεληνίτης — ο, ΝΑ, θηλ. σεληνῑτις, Α νεοελλ. (ορυκτ.) ένυδρο θειικό ορυκτό τού ασβεστίου, το οποίο αποτελεί πολύ καθαρή ποικιλία γύψου αρχ. 1. ως κύριο όν. ὁ Σεληνίτης και ἡ Σελινῑτις α) ο Σεληναίος, φανταστικός κάτοικος τής σελήνης («... οἱ Ήλιῶται καὶ οἱ… …   Dictionary of Greek

  • υπερσεληναίος — αία, ον, Α αυτός που βρίσκεται πάνω από τη σελήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + σεληναῖος (< σελήνη)] …   Dictionary of Greek

  • ԼՈՒՍՆԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0902 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c ա. σεληναῖος lunaris. Սեպհական լուսնի. որ ինչ ա՛նկ է լուսնի. որ եւ ԼՈՒՍՆԱՅԻՆ, ԼՈՒՍՆԱՒՈՐ. եւ Ամսական. ամսաւոր. ամսօրեայ մի. *Որպէս եգիպտացիքն զլուսնականսն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”